- υποθλίβω
- ΜΑπιέζω κάτι από κάτω ή τό πιέζω λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θλίβω «πιέζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποθλιβομένων — ὑποθλῑβομένων , ὑποθλίβω press under pres part mp fem gen pl ὑποθλῑβομένων , ὑποθλίβω press under pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθλιβόντων — ὑποθλῑβόντων , ὑποθλίβω press under pres part act masc/neut gen pl ὑποθλῑβόντων , ὑποθλίβω press under pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθλίβει — ὑποθλί̱βει , ὑποθλίβω press under pres ind mp 2nd sg ὑποθλί̱βει , ὑποθλίβω press under pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέθλιβον — ὑπέθλῑβον , ὑποθλίβω press under imperf ind act 3rd pl ὑπέθλῑβον , ὑποθλίβω press under imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
ὑποθλιβόμενος — ὑποθλῑβόμενος , ὑποθλίβω press under pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθλίβειν — ὑποθλί̱βειν , ὑποθλίβω press under pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθλίβοντος — ὑποθλί̱βοντος , ὑποθλίβω press under pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθλίβων — ὑποθλί̱βων , ὑποθλίβω press under pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθλίψαι — ὑποθλί̱ψαῑ , ὑποθλίβω press under aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)